«Μένουμε σπίτι» και ύφεση της εγκληματικότητας | 13-04-2020


Η παγκόσμια κοινότητα βρέθηκε εν έτει 2020 αντιμέτωπη με μία πρωτόγνωρη πραγματικότητα, αυτή της πανδημίας, του εγκλεισμού και της απομόνωσης. Στον απολογισμό των ολέθριων συνεπειών αυτής στην παγκόσμια υγεία και οικονομία, ένα θετικό κοινωνικό εύρημα ήρθε στο φως: «Ο κορονοϊός χτύπησε την εγκληματικότητα».


Για τα ελληνικά δεδομένα, σύμφωνα με στοιχεία που επίσημα δημοσιοποίησε η ΕΛ.ΑΣ., η εγκληματικότητα παρουσίασε πράγματι ύφεση, ενώ κατά το μήνα Μάρτιο του 2020, κατά την εφαρμογή, δηλαδή, των μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών, αναφορικά με τους βασικούς δείκτες της εγκληματικότητας καταγράφηκε μείωση 30-40% σε εγκλήματα, όπως ληστείες, κλοπές-διαρρήξεις, κλοπές τροχοφόρων, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών κ.α. Κατά πόσο όμως είναι, πράγματι, ελπιδοφόρα τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία και τι πρέπει να αναλογιστούμε προτού, όμως, δώσουμε τα εύσημα της κοινωνικής ευταξίας στον νέο κορονοϊό COVID-19;


Η αισθητή μείωση της εγκληματικότητας, δεν αντικατοπτρίζει την συνέτιση το «κοινού εγκληματία», αλλά το φυσικό εμπόδιο που θέτουν τα αυστηρά μέτρα αντιμετώπισης του ιού στην εξωτερίκευση της εγκληματικής συμπεριφοράς του και το γεγονός ότι εμποδίζουν το έργο του, καθότι δημιουργούν ένα έδαφος απρόσφορο για την «επιτυχή» και «ασφαλή» έκβαση της όποιας εγκληματικής δραστηριότητας. Ο Μάρτιος του 2020, βρήκε την ελληνική οικογένεια, σε πλήρη απαρτία, επί εικοσιτετραώρου βάσεως εντός της οικίας, καθιστώντας την συνήθη τακτική της διαρρήξεως κατά τις ώρες της διαπιστωμένης απουσίας της αδύνατη.

Η δουλειά του κοινού «πορτοφολάκια» κατέστη άνευ αντικειμένου, θα έλεγε κανείς, χωρίς περαστικούς-και πορτοφόλια- να κινούνται εν μέσω πανδημίας. Η διακίνηση ναρκωτικών, αντίστοιχα, βρίσκει απρόσφορο έδαφος στους άδειους- με αυξημένη, όμως, αστυνόμευση- δρόμους της Αθήνας. Η ύφεση της εγκληματικότητας αποτελεί πραγματικότητα, είναι όμως απόρροια των μέτρων καταστολής και της πρακτικής δυσχέρειας άσκησης της εγκληματικής δραστηριότητας. Η πραγμάτωση, των περισσοτέρων εγκλημάτων προϋποθέτει αλληλεπίδραση των πολιτών, σε κοινούς τόπους και χρόνους. Ο περιορισμός, επομένως, των μετακινήσεων, έχοντας ως λογικό επακόλουθο τον περιορισμό της αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών, μεταφράζεται σε πρακτική αδυναμία πραγμάτωσης της πλειοψηφίας των εγκλημάτων.


Στον αντίποδα βρίσκεται, η αυξημένη αλληλεπίδραση των πολιτών στα πλαίσια του ενδοοικογενειακού περιβάλλοντος, γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο αύξησης των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, σε ήδη υφιστάμενο νοσηρό περιβάλλον. Όσο απρόσφορο φαντάζει το έδαφος για τον κοινό εγκληματία, τόσο πρόσφορο φαντάζει, δυστυχώς, για τον ασκούντα ενδοοικογενειακή βία. Στατιστικά στοιχεία ευρωπαϊκών χωρών καταδεικνύουν τέτοια αύξηση περιστατικών, χωρίς ωστόσο, μία παρόμοια αύξηση να έχει δημοσιοποιηθεί από την ΕΛ.ΑΣ. Η μη καταγραφή, δεν συνεπάγεται, όμως, την δεδομένη ανυπαρξία της, αλλά ενδέχεται να προκύπτει από τους ίδιους τους γενεσιουργούς της λόγους. Αν, δηλαδή, ο ασκών ενδοοικογενειακή βία, δρα και βρίσκει πρόσφορο έδαφος, στα πλαίσια του εγκλεισμού, το θύμα, αντιστοίχως δεν αντιδρά και φοβάται να καταγγείλει τον δράστη, με τον οποίο παραμένει εγκλεισμένο, αδυνατώντας, πιθανώς, στην πράξη, να επικοινωνήσει και να καταγγείλει το περιστατικό.


Εν κατακλείδι, η «επόμενη μέρα» της καραντίνας, κρίνεται υψίστης σημασίας. Η σημερινή μέρα, θέτει ως προτεραιότητα την τήρηση των μέτρων και την διασφάλιση της υγείας του πολίτη. Εφόσον η διασφάλιση αυτή, επιτυγχάνεται μέσω της απομόνωσης και του εγκλεισμού, η επόμενη μέρα, χρήζει προσοχής στην διαχείριση των καταλοίπων αυτών. Η επόμενη μέρα δεν θα βρει την παγκόσμια κοινωνία ίδια. Με τον κίνδυνο εκδήλωσης κοινωνικών εντάσεων και αναζωπύρωσης της κοινής εγκληματικότητας, η επόμενη μέρα πρέπει να μας βρει ίσως πιο προετοιμασμένους και από την σημερινή. Με ορθή διαχείριση της
ανατρεπτικής πραγματικότητας με την οποία ήρθαμε και θα έρθουμε αντιμέτωποι, η πρόληψη θα αποδειχθεί και πάλι επιτυχέστερη της καταστολής.